φωνητικός

φωνητικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που αναφέρεται στη φωνή, είναι της φωνής, που προορίζεται για τη φωνή: Φωνητικές χορδές.
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθόγγο: Φωνητικές μεταβολές (οι μεταβολές των φθόγγων μιας γλώσσας εξαιτίας της προφοράς).
3. το θηλ. ως ουσ., φωνητική (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνητικός — vocal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • φωνητικά — φωνητικός vocal neut nom/voc/acc pl φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc/acc dual φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικῶν — φωνητικός vocal fem gen pl φωνητικός vocal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικόν — φωνητικός vocal masc acc sg φωνητικός vocal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικαί — φωνητικός vocal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικοῖς — φωνητικός vocal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικοί — φωνητικός vocal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικοῦ — φωνητικός vocal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνητικῆς — φωνητικός vocal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”