φωνητικός — vocal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
φωνητικά — φωνητικός vocal neut nom/voc/acc pl φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc/acc dual φωνητικά̱ , φωνητικός vocal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῶν — φωνητικός vocal fem gen pl φωνητικός vocal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικόν — φωνητικός vocal masc acc sg φωνητικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικαί — φωνητικός vocal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῖς — φωνητικός vocal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοί — φωνητικός vocal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικοῦ — φωνητικός vocal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνητικῆς — φωνητικός vocal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)